- λειαύστηρος
- λειαύστηρος, ον,A with the harshness softened, Poll.6.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειαύστηρος — λειαύστηρος, ον (Α) (για οίνο) ημίξηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + αυστηρός] … Dictionary of Greek